νησιδίῳ

νησιδίῳ
νησίδιον
islet
neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • νησιδίωι — νησιδίῳ , νησίδιον islet neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυπρόγεως — λυπρόγεως, ων, ουδ. και λυπρόγαιον (AM) 1. αυτός που έχει ισχνή, φτωχή, άγονη γη 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ λυπρόγεων ή τὸ λυπρόγαιον η ξηρότητα τής γης, η αγονία («λυπρογέῳ νησιδίῳ», Κ. Μανασσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λυπρός* + γεως (< γῆ), πρβλ. λεπτό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”